Το ουρλιαχτό της Ουτοπίας

GiannakoudakisLefteris

Γιαννακουδάκης Λευτέρης

Το ουρλιαχτό της Ουτοπίας

 

Ένα σχόλιο για τη σημασία της αρχικής σκηνής ως ραχοκοκαλιάς του μυθιστορήματος, με αφορμή το βιβλίο «Ο Άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» του Λεονάρδο  Παδούρα, εκδόσεις Καστανιώτη.

 

«Όταν η ιστορία ξεκινάει μ’ ένα καρφί, τότε στο τέλος ο ήρωας σου πρέπει να κρεμαστεί από αυτό». Η προηγούμενη φράση αποδίδεται στον Τσέχωφ κι είναι μία από της επωδούς που χρησιμοποιούμε συχνά στη δημιουργική γραφή για να τονίσουμε την αξία της αρχικής σκηνής, ως βασική για το θέμα της ιστορίας, αλλά και για το πώς κάθε «στήσιμο» (set up), οφείλει να έχει το «πλήρωμα» (pay off) του. Το βιβλίο «Ο Άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» του Λεονάρδο Παδούρα, είναι ένα παράδειγμα εξαιρετικής εφαρμογής του παραπάνω ρητού.

Η ιστορία ξεκινάει ενώ έχει ήδη διαπραχθεί το έγκλημα της δολοφονίας του Τρότσκι από τον ισπανό κουμουνιστή Ραμόν Μερκαντέρ. Σ’ αυτή την πρώτη εικόνα ο δολοφόνος ανακρίνεται από τον επικεφαλή της μυστικής υπηρεσίας της αστυνομία του Μεξικού και περιγράφει την κραυγή που έβγαλε ο εξόριστος όταν δέχτηκε το θανατηφόρο χτύπημα. Αυτή η κραυγή δεν είναι απλά μία επίκληση στις αισθήσεις που απευθύνει ο κουβανός συγγραφέας, αλλά είναι το καρφί του μυθιστορήματος, το οποίο όχι μόνο ξεκινάει την ιστορία μ’ ένα σαφή τρόπο που ορίζει το τι πρόκειται να διαπραγματευτεί, αλλά τη διαπερνάει έως το τέλος σαν σταθερός σκελετός πάνω στον οποίο στηρίζεται γερά όλη η πλοκή του έργου. Είναι το καρφί και η ραχοκοκαλιά (spine) του μυθιστορήματος. Στην αμέσως επόμενη σκηνή ο Παδούρα μας εισάγει στον υποτιθέμενο αφηγητή της ιστορίας, τον κουβανό πρώην συγγραφέα και εμπειρικό κτηνίατρο Ιβάν Κάρδενας, τον οποίο συναντάμε να μπαίνει στο αμάξι (μία Πόντιακ που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την Κούβα του Κάστρο) του φίλου του Ντανιέλ, μετά το θάνατο της γυναίκας του, Άννας. Στη σκηνή αυτή γίνεται επίσης εισαγωγή του κοινού χαρακτηριστικού που έχουν οι τρεις βασικοί χαρακτήρες του βιβλίου: λατρεύουν και οι τρεις τα σκυλιά. Στην ουσία αυτές οι δύο σκηνές αποτελούν μία, καθώς η πρώτη εισάγει το καρφί, ενώ η δεύτερη αποτελεί τον σταθερό τοίχο πάνω στον οποίο θα στηριχτεί ο καμβάς της πλοκής.

Η επιλογή των ηρώων του βιβλίου δεν είναι καθόλου τυχαία: τρεις φάσεις του οράματος του κουμουνισμού, τρεις εκδοχές της ουτοπίας που καταρρέουν έχοντας ως κοινό άξονα την κραυγή. Είναι, λοιπόν αυτή η κραυγή που εκκινά την ιστορία, όχι μονάχα το κάλεσμα του τρόμου, αλλά «θυμός, απορία και φόβος», όπως περιγράφει ο ίδιος ο συγγραφέας. Ο δολοφόνος στοιχειώνεται από την κραυγή του θύματος, τον ακολουθεί σε όλη την υπόλοιπη ζωή του και πεθαίνει με αυτή στ’ αυτιά του, αν και ο Παδούρα επιλέγει να μην μας δείξει τη στιγμή του θανάτου του. Οι τρεις χαρακτήρες έχουν παρόμοια, τραγική, κατάληξη. Ο Τρότσκι χτυπημένος από την μικρή ορειβατική σκαπάνη, ο Ραμόν από τον καρκίνο που πιθανά προκάλεσε το θάλιο που του διοχέτευσαν οι σύντροφοί του στη σοβιετική ένωση, ενώ ο Ιβάν, σε μία εξαιρετική αλληγορία, πλακώνεται από τη στέγη του ετοιμόρροπου σπιτιού του, του σαθρού οικοδομήματος του κομουνισμού που χτίστηκε αρχικά για να στεγάσει, αλλά μετατράπηκε σε φυλακή που εγκλώβιζε και σκότωνε τα θύματά της. Παράλληλη είναι και η σχέση τους με τα σκυλιά: ο Τρότσκι χάνει τον πιστό του σκύλο νωρίς, χωρίς ποτέ να ξεπερνά την απώλειά της, ο Ραμόν αναγκάζεται να κάνει ευθανασία στον δικό του κι ενώ έχει δει τον πρώτο σκύλο με τον οποίο συνδέθηκε να δολοφονείται από σύντροφο στα χαρακώματα, ενώ ο Ιβάν πεθαίνει μαζί του θαμμένος στη σκόνη. Ο μόνος που καταφέρει να ουρλιάξει είναι ο Τρότσκι, αυτός που πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις να αντισταθεί· οι υπάκουοι, αυτοί που δεν αντιστέκονται, ούτε υψώνουν το ανάστημά τους, πεθαίνουν βουβοί και σβήνονται από την ιστορία.

Η κραυγή επανέρχεται φυσικά στην τελευταία σκηνή που συναντάμε τον Μερκαντέρ ζωντανό, σκηνή που αποτελεί το φινάλε της κεντρικής ιστορίας, η οποία ακολουθείται από έναν επίλογο. Στην τελική αυτή εικόνα του, ο Ραμόν, ζώντας πλέον στη Μόσχα, είκοσι οχτώ χρόνια μετά τη δολοφονία, ακούει σε όλη την έντασή της την κραυγή και κατεβαίνει με μοναχή παρέα τα σκυλιά του στο πάρκο Γκόρκι όπου παραδέχεται στη μητρική του γλώσσα, τα καταλανικά, ότι «είναι ένα φάντασμα», φέρνοντας στο νου και διαψεύδοντας αμετάκλητα τη σημασία της φράσης με την οποία ξεκινούσε το κομουνιστικό μανιφέστο των Μαρξ και Έγκελς το 1847. Στον επίλογο, σαν «ξεπλήρωμα» της δεύτερης σκηνής, ο Ντανιέλ, φτάνοντας μ’ εκείνη την ίδια Πόντιακ, βρίσκει το πτώμα του φίλου του κάτω από τα μπάζα του σπιτιού του, κι αφού κι ο ίδιος ο Ιβάν έχει παραδεχτεί ότι κι αυτός είναι ένα φάντασμα. Πλέον πάνω από όλο τον κόσμο δεν πλανιέται ένα φάντασμα, λέει ο Παδούρα, παρά ο απόηχος του θανάτου του, ο ρόγχος και το ξάφνιασμα της κατάρρευσης της ουτοπίας. Αυτός ο παλιός κόσμος χάνεται αμετάκλητα, αφήνοντας μονάχα τα ερείπια του και την ανάμνηση της ήττας.

Έτσι η κραυγή του Τρότσκι γίνεται κραυγή όλων όσοι πέθαναν υπό την παράλογη μεγαλομανία του Στάλιν και τον ακόλουθών του, το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων υπήρξαν στυλοβάτες της Σοβιετικής επανάστασης και το τελικό τους ουρλιαχτό μας αφήνει με το, δυστυχώς καταδικασμένο να μείνει αναπάντητο, ερώτημα του τι θα μπορούσε να γίνει εάν δεν υπήρχε αυτή η τροπή στην ιστορία, του τι θα μπορούσε να γίνει εάν τελικά το χέρι του δολοφόνου δίσταζε να υπακούσει στην παράλογη εντολή που του προστάζει η εκάστοτε εξουσία. Η πληγή που άνοιξε εκείνο το πρώτο καρφί μένει ανοιχτή πυορροώντας μέχρι και πέρα από το τέλος του μυθιστορήματος.

Είσοδος χρήστη

Γιατί χρησιμοποιούμε cookies

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies ώστε, να σας προσφέρουμε μία μοναδική εμπειρία πλοήγησης. Τα Cookies αποθηκεύουν χρήσιμες πληροφορίες στον υπολογιστή σας για να μας βοηθήσουν να βελτιώσουμε την αποδοτικότητα του δικτυακού μας τόπου για εσάς. Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι απαραίτητα για την εύρυθμη λειτουργία του ιστότοπου. Με την πρόσβαση σε αυτόν τον ιστότοπο, συναινείτε στη χρήση cookies. Για περισσότερες πληροφορίες, ανατρέξτε στην Πολιτική Απορρήτου του LaCulturela.gr.